- ξυλόστρωτος
- -η, -ο1. οστρωμένος με ξύλα.2. το ουδ. ως ουσ., ξυλόστρωτο δάπεδο στρωμένο με ξύλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυλόστρωτος — η, ο 1. επενδεδυμένος με ξύλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ξυλόστρωτο δάπεδο ή τοίχος επενδεδυμένος με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + στρωτος (< στρώνω), πρβλ. λίθό στρωτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek